-
1 акт
-а α.1. πράξη, ενέργεια, έργο•террористический акт τρομοκρατική πράξη.
2. διάταγμα• απόφαση.3. έγγραφο, πράξη, πρακτικό•обвинительный акт το κατηγορητήριο•
составить акт о передаче имуществ συντάσσω πράξη για την παράδοση της περιουσίας•
нотариальный акт η συμβολαιογραφική πράξη.
4. (θεατρ.) πράξη•комедия в трех -ах κωμωδία σε τρεις πράξεις η τρίπραχτη κωμωδία.
5. η τελετή για τη λήξη του σχολικού έτους.εκφρ.- ы гражданского права – οι ληξιαρχικές πράξεις. -
2 акт
актм1. (действие, поступок) ἡ πράξη [-ις], ἡ ἐνέργεια:террористический \акт ἡ τρομοκρατική πράξη;2. (документ) ἡ πράξη [-ις], τό ἐγγραφο[ν]:нотариальный \акт ἡ συμβολαιογραφική πράξη; обвинительный \акт τό κατηγορητήριο; \акты гражданского состояния οἱ ληξιαρχικές πράξεις; составлять \акт συντάσσω πρακτικών3. театр. ἡ πράξη [-ις]:пьеса в пяти \актах δράμα σέ πέντε πράξεις;4. (в учебных заведениях) ἡ τελετή. -
3 акт
акт м 1) (действие) η πράξη 2) (документ) το έγγραφο подписать \акт υπογράφω το έγγραφο 3) театр, η πράξη* * *м1) ( действие) η πράξη2) ( документ) το έγγραφοподписа́ть акт — υπογράφω το έγγραφο
3) театр. η πράξη -
4 акт
1. (документ) το πιστοποιητικό, το δελτίο, ο απολογισμός, το πρωτόκολλοаварийный мор. - επιθεώρησης (κατόπιν βλάβης)2. (действие, явление) η πράξη, η ενέργειαполовой - анат. η συνουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акт
-
5 πράξη
[пракси] ουσ. Θ. дело, поступок, действие, (θεατρ.) действие, акт.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πράξη
-
6 акт
[άκτ] ουσ. α. πράξη, ενέργεια -
7 акт
[άκτ] ουσ α πράξη, ενέργεια -
8 передача
1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπήмногоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιώνпробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήσηцветная - (тлв.) έγχρωμη -2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση- зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοσηканатная - με σύρματα/σχοινιάремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφοράбез права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης- управления вчт. - του ελέγχου5. физ. η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передача
-
9 заключительный
επ.τελικός•-ое слово ο τελικός λόγος στο κλείσιμο (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• -ая часть доклада το τελικό (τελευταίο) μέρος της εισήγησης•
-ое заседание τελευταία συνεδρίαση•
заключительный баланс ισολογισμός στο τέλος του καθολικού•
-ая сцена τελευταία πράξη (φινάλε) θεατρικού έργου•
-ая часть επίλογος•
заключительный акт τελική πράξη.
-
10 диверсионный
επ.σαμποταριστικός•диверсионный акт ααμποταριστική πράξη.
-
11 крепостной
επ.1. δουλοκτητικός•-ые отношения δουλοκτητικές σχέσεις•
-ое хозяйство δουλοκτητικό νοικοκυριό.
2. πού ανήκει στο δουλοκτήτη•-ые крестьяне δουλοπάροικοι αγρότες.
|| ουσ. крепостной, -ая δουλοπάροικος, -η.επ.του φρουρίου, του κάστρου•-ая башня πύργος (παρατηρητήριο) του φρουρίου.
επ.της αγοραπωλησίας•крепостной акт πράξη αγοραπωλησίας (έγγραφο).
-
12 приёмочный
επ.της λήψης, της παραλαβής•приёмочный акт πράξη παραλαβής•
-ая комиссия επιτροπή παραλαβής.
-
13 продажа
-и θ.πώληση•оптовая продажа χοντρική πώληση•
розничная продажа λιανική πώληση•
акт купли-продажи πράξη αγοραπωλησίας.
|| εμπόριο•в -у поступило много товаров στο εμπόριο ήρθαν πολλά εμπορεύματα•
пустить в -у βγάζω στο εμπόριο.
См. также в других словарях:
Греция во Второй Мировой Войне — Средиземноморский театр военных действий Второй мировой войны Средиземное море • Северная Африка • Мальта • Греция (1940) • Югославия • Греция (1941) • Ирак • Крит • Сирия Ливан • Иран … Википедия